Информация о концепции
...
1104 Σπόροι δημητριακών αλλιώς επεξεργασμένοι (π.χ. με μερική απόξεση του περικάρπιου, πλατυσμένοι, σε νιφάδες, με ολική σχεδόν απόξεση του περικάρπιου και στρογγυλεμένα τα δύο άκρα τους, τεμαχισμένοι ή σπασμένοι), με εξαίρεση του ρυζιού της κλάσης 1006. Φύτρα δημητριακών ολόκληρα, πλατυσμένα, σε νιφάδες ή αλεσμένα
Άλλοι επεξεργασμένοι σπόροι (π.χ. με μερική απόξεση του περικάρπιου, με ολική σχεδόν απόξεση του περικάρπιου και στρογγυλεμένα τα δύο άκρα τους, τεμαχισμένοι ή σπασμένοι)
Άλλων δημητριακών
Κριθαριού
Предпочитаемый термин
1104 29 04Με μερική απόξεση του περικάρπιου (αποφλοιωμένοι ή ξεφλουδισμένοι), έστω και τεμαχισμένοι ή σπασμένοι
Концепция более широкого понятия
Термины
- Με μερική απόξεση του περικάρπιου (αποφλοιωμένοι ή ξεφλουδισμένοι), έστω και τεμαχισμένοι ή σπασμένοι
Принадлежит к массиву
Идентификатор
- 110429040080
На других языках
-
английский
-
Hulled (shelled or husked), whether or not sliced or kibbled
-
болгарский
-
Олющени или обелени, дори нарязани или натрошени
-
венгерский
-
Hántolt (héjazott vagy tisztított), szeletelve vagy durván darálva is
-
датский
-
Afskallet, også skåret eller knust
-
ирландский
-
iad scilligthe, bídís slisnithe nó garbhmheilte nó ná bídís
-
испанский
-
Mondados (descascarillados o pelados), incluso troceados o quebrantados
-
итальянский
-
mondati (decorticati o pelati) anche tagliati o spezzati
-
латышский
-
atsēnaloti (izlobīti vai spraukti), arī šķelti vai drupināti
-
литовский
-
Lukštenti (pašalinta grūdo luobelė), skaldyti arba neskaldyti, smulkinti arba nesmulkinti
-
мальтийский
-
Imfesdaq (imqaxxar jew meħluf), kemm jekk imfettet jew imfarrak u kemm jekk le
-
немецкий
-
geschält (entspelzt), auch geschnitten oder geschrotet (Grütze)
-
нидерландский
-
gepeld, al dan niet gesneden of gebroken
-
польский
-
Łuszczone (łuskane lub obierane), nawet krojone lub śrutowane
-
португальский
-
Descascados (em película ou pelados), mesmo cortados ou partidos
-
румынский
-
Decojite (decorticate), chiar tăiate sau zdrobite
-
словацкий
-
Ošúpané (zbavené šupiek alebo vylúpané), tiež rezané alebo šrotované
-
словенский
-
oluščena, rezana ali nerezana, drobljena ali ne
-
финский
-
kuoritut, myös leikatut tai karkeasti rouhitut
-
французский
-
mondés (décortiqués ou pelés), même tranchés ou concassés
-
хорватский
-
oljuštena, neovisno jesu li rezana ili drobljena ili ne
-
чешский
-
Loupaná (zbavená slupek nebo vylupovaná), též řezaná nebo šrotovaná
-
шведский
-
Skalad, även klippt eller gröpad
-
эстонский
-
kroovitud (lüditud või kestast vabastatud), ka lõigatud või jämejahvatusega
URI
http://data.europa.eu/xsp/cn2024/110429040080
{{label}}
{{#each values }} {{! loop through ConceptPropertyValue objects }}
{{#if prefLabel }}
{{/if}}
{{/each}}
{{#if notation }}{{ notation }} {{/if}}{{ prefLabel }}
{{#ifDifferentLabelLang lang }} ({{ lang }}){{/ifDifferentLabelLang}}
{{#if vocabName }}
{{ vocabName }}
{{/if}}