Информация о концепции
...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 - ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΑΛΕΥΡΟΠΟΙΙΑΣ. ΒΥΝΗ. ΑΜΥΛΑ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ. ΙΝΟΥΛΙΝΗ. ΓΛΟΥΤΕΝΗ ΑΠΟ ΣΙΤΑΡΙ
1104 Σπόροι δημητριακών αλλιώς επεξεργασμένοι (π.χ. με μερική απόξεση του περικάρπιου, πλατυσμένοι, σε νιφάδες, με ολική σχεδόν απόξεση του περικάρπιου και στρογγυλεμένα τα δύο άκρα τους, τεμαχισμένοι ή σπασμένοι), με εξαίρεση του ρυζιού της κλάσης 1006. Φύτρα δημητριακών ολόκληρα, πλατυσμένα, σε νιφάδες ή αλεσμένα
Άλλοι επεξεργασμένοι σπόροι (π.χ. με μερική απόξεση του περικάρπιου, με ολική σχεδόν απόξεση του περικάρπιου και στρογγυλεμένα τα δύο άκρα τους, τεμαχισμένοι ή σπασμένοι)
Βρώμης
Предпочитаемый термин
1104 22 40Με μερική απόξεση του περικάρπιου (αποφλοιωμένοι ή ξεφλουδισμένοι), έστω και τεμαχισμένοι ή σπασμένοι
Концепция более широкого понятия
Термины
- Με μερική απόξεση του περικάρπιου (αποφλοιωμένοι ή ξεφλουδισμένοι), έστω και τεμαχισμένοι ή σπασμένοι
Принадлежит к массиву
Идентификатор
- 110422400080
На других языках
-
английский
-
Hulled (shelled or husked), whether or not sliced or kibbled
-
болгарский
-
Олющени или обелени, дори нарязани или натрошени
-
венгерский
-
Hántolt (héjazott vagy tisztított), szeletelve vagy durván darálva is
-
датский
-
Afskallet, også skåret eller knust
-
ирландский
-
iad scilligthe, bídís slisnithe nó garbhmheilte nó ná bídís
-
испанский
-
Mondados (descascarillados o pelados), incluso troceados o quebrantados
-
итальянский
-
mondati (decorticati o pelati) anche tagliati o spezzati
-
латышский
-
atsēnaloti (izlobīti vai spraukti), arī šķelti vai drupināti
-
литовский
-
Lukštenti (pašalinta grūdo luobelė), skaldyti arba neskaldyti, smulkinti arba nesmulkinti
-
мальтийский
-
Imfesdaq (imqaxxar jew meħluf), kemm jekk imfettet jew imfarrak u kemm jekk le
-
немецкий
-
geschält (entspelzt), auch geschnitten oder geschrotet (Grütze)
-
нидерландский
-
gepeld, al dan niet gesneden of gebroken
-
польский
-
Łuszczone (łuskane lub obierane), nawet krojone lub śrutowane
-
португальский
-
Descascados (em película ou pelados), mesmo cortados ou partidos
-
румынский
-
Decojite (decorticate), chiar tăiate sau zdrobite
-
словацкий
-
Ošúpané (zbavené šupiek alebo vylúpané), tiež rezané alebo šrotované
-
словенский
-
oluščena, rezana ali nerezana, drobljena ali ne
-
финский
-
kuoritut, myös leikatut tai karkeasti rouhitut
-
французский
-
mondés (décortiqués ou pelés), même tranchés ou concassés
-
хорватский
-
oljuštena, neovisno jesu li rezana ili drobljena ili ne
-
чешский
-
Loupaná (zbavená slupek nebo vylupovaná), též řezaná nebo šrotovaná
-
шведский
-
Skalad, även klippt eller gröpad
-
эстонский
-
kroovitud (lüditud või kestast vabastatud), ka lõigatud või jämejahvatusega
URI
http://data.europa.eu/xsp/cn2024/110422400080
{{label}}
{{#each values }} {{! loop through ConceptPropertyValue objects }}
{{#if prefLabel }}
{{/if}}
{{/each}}
{{#if notation }}{{ notation }} {{/if}}{{ prefLabel }}
{{#ifDifferentLabelLang lang }} ({{ lang }}){{/ifDifferentLabelLang}}
{{#if vocabName }}
{{ vocabName }}
{{/if}}